γαμπρολογώ

γαμπρολογώ
αναζητώ γαμπρό ή νύφη, ερωτοτροπώ: Οι κοπέλες μαζεύονται στην πλατεία του χωριού και γαμπρολογούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”